κατακάθημαι

κατακάθημαι
κατακάθημαι (Α)
βλ. κατακάθομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”